Ποιήματα από την μαθήτρια Νικολαΐδου Κατερίνα

Η μαθήτρια του σχολείου μας Νικολαΐδου Κατερίνα (τμήμα ΣΤ2) έγραψε δύο υπέροχα ποιήματα.

Μπράβο Κατερίνα!!! Μακάρι πάντα να είσαι τόσο δημιουργική και να αξιοποιήσεις όλα τα ταλέντα σου. Καλή πρόοδο και να συνεχίζεις να γράφεις τέτοια καταπληκτικά ποιήματα!

1ο Ποίημα

Ο δάσκαλος μιλά για αντωνυμίες,

για επιρρήματα και φράσεις με προθέσεις

Εμείς απ? τα θρανία κάνουμε βλακείες

στριφογυρίζουμε ανήσυχοι στις θέσεις

Ο δάσκαλος αραδιάζει θεωρίες

για διαστολή και συστολή και άλλα τέτοια

Τα κορίτσια πίσω λένε ιστορίες

κι εγώ σχεδόν κοιμάμαι στην καρέκλα

Κροατία με πρωτεύουσα το Ζάγκρεμπ,

Αυστρία μα πρωτεύουσα τη Βιέννη

Σκοπός είναι να πάει κανείς εκεί

κι όχι να τα μαθαίνει

Ο καθηγητής μας φορτώνει με ασκήσεις:

αρχαία και νεότερη ιστορία

Θα παραπονεθώ στις κυβερνήσεις

Γιατί αυτό το μάθημα υπάρχει στα σχολεία;

Λες και με νοιάζει η βασιλεία του Όθωνα

και ο θάνατος του Κωλλέτη το ?47!

Αν είχαμε έναν δάσκαλο πιο σώφρονα

θα μας πήγαινε στην παιδική χαρά

Οξέα, βάσεις άλατα και λίπη

Ο δάσκαλος μιλά και τον κοιτάμε σαν χαζοί

Πόσο θα? θελα να του χύσω στη μούρη

ένα ποτήρι γεμάτο με οξύ

Κάνουμε στον πίνακα ένα γράφημα

Τέτοια βαρεμάρα δεν έχω ξαναζήσει

Ο δάσκαλος νομίζει πως προσέχουμε στο μάθημα

μα εμείς κάνουμε ότι μας καπνίσει

Μ? ένοιαξε να τα μάθω όλα αυτά,

για τον πορθμό Γιβραλτάρ και τη λίμνη Αράλη

Κανείς-παραδόξως- δεν προσέχει στο μάθημα

και το μυαλό μας είναι στο διάλειμμα πάλι

Εξέγερση το ?66 στην Κρήτη

και το ?54 στη Μακεδονία

Πότε θα κάνουμε κι εμείς μια επανάσταση

να κλείσουν για πάντα τα σχολεία;

2ο Ποίημα

Μόρτε

Αγέρωχη κορμοστασιά

που σεργιανά νωχελικά

στην έρημη οδό

Κάλυμμα στο κεφάλι του,

λιπόσαρκος σαν σκελετός

και βλέμμα βλοσυρό

Η ημισέληνος θαμπή-

στην καταχνιά έχει χαθεί

απελπισμένος την καλεί

Καρότσα ξέχειλη ως το

χείλος, και καλυμμένη

με βρόμικο λευκό πανί

Και οι εχθροί στη σκοτεινιά

κρυφογελάν ειρωνικά

στη θέα της καρότσας

Συνέτριψε τη λευτεριά

η βάρβαρη πατημασιά

γερμανικής γαλότσας

Τότε τη βλέπει καταγής

πεσμένη στην ψυχρή, ξερή

και άγρια αγκαλιά της γης

Με ?κείνα τα μάτια  γυάλινα

-κάποτε καταγάλανα-

Κοιτά χωρίς να βλέπει

Και το στερνό χαμόγελο

Σαν φάντασμα στο πρόσωπο

που τόσο καλά ξέρει

Τη σηκώνει προσεκτικά:

Στην ξύλινη καρότσα

την απωθεί ευλαβικά

Βρόμικο νεκροσέντονο

Πριν να την κρύψει οριστικά

Της ρίχνει μια στερνή ματιά

Τα βλέφαρα δεν κλείνει

Το γέλιο της δε σβήνει

Πάντα ελπίδα στην καρδιά

Δάκρυ σταλάζει καυτό

Θρήνος, βουβό μοιρολόι

Τον καίει ο πόνος σαν φωτιά

Ξάστερη νύχτα, καταχνιά

Δάκρυσε μέχρι κι ο θάνατος

Για το χαμό της ζωής

Κρυμμένος μεσ? στη σκοτεινιά

Ο μόρτε έκλαψε πικρά

Σε στάση προσευχής